- εκκλησιέκδικος
- ἐκκλησιέκδικος, ο (Μ)συνήγορος τής εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκλησιέκδικος — defensor ecclesiae masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιεκδίκοις — ἐκκλησιέκδικος defensor ecclesiae masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιεκδίκους — ἐκκλησιέκδικος defensor ecclesiae masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιεκδίκων — ἐκκλησιέκδικος defensor ecclesiae masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιέκδικοι — ἐκκλησιέκδικος defensor ecclesiae masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek